- πέδοτριψ
- Πέδο-τριψ, ῐβος, ὁ and ἡ, ([etym.] πέδη, τρίβω)A wearing out fetters, Com. epith. of good-for-nothing slaves, Luc.Sat.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + τριψ, βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό τριψ] … Dictionary of Greek